Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

«Μακαρία ἡ ὁδός»

 

Σήμερα εἶναι τὸ Ψυχοσάββατο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς.  Καὶ συνάμα εἶναι τὰ «ἐννιάμερα» τοῦ πατέρα μου Νικολάου Μπιλάλη, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀνήμερα τῆς ᾿Αναλήψεως τὸ πρωὶ (25/5/2023) σὲ ἡλικία 76 ἐτῶν.

Δὲν μοῦ εἶναι εὔκολο νὰ γράψω γιὰ τὸν πατέρα μου, καθὼς ὁ κατακλυσμὸς τῶν συναισθημάτων συγκρούεται μὲ τὶς ἀναμνήσεις μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς, μὲ τὶς εἰκόνες τῆς παιδικῆς μου ἠλικίας καὶ μὲ τὰ μεταγενέστερα οἰκογενειακὰ βιώματα, ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ τελικὰ ὑπερτερεῖ στὴν παροῦσα στιγμὴ ἡ αἴσθησι τοῦ κενοῦ ἀπὸ τὴν ἔλλειψι τῆς παρουσίας του.

῾Ο πατέρας μου Νικόλαος (Νίκος) Μπιλάλης γεννήθηκε στὸ Αἰτωλικὸ ἢ ᾿Ανατολικὸ Αἰτωλοακαρνανίας στὶς 24 ἀπριλίου 1947, ἡμέρα Τρίτη, μετὰ τὴν Κυριακὴ τῶν μυροφόρων, καθὼς ἐκείνη τὴν χρονιὰ τὸ Πάσχα συνέπεσε στὶς 13 ἀπριλίου.  ῾Υπῆρξε τὸ πρῶτο παιδὶ τῶν γονέων του Διονυσίου Μπιλάλη καὶ Εὐαγγελίας, τὸ γένος Τσαπατσώρη.  Μετὰ τὸν Νικόλαο γεννήθηκαν ἄλλα 7 τέκνα, ἀλλὰ τὰ δύο ἔφυγαν σύντομα ἀπὸ τὴν ζωή, στὴν παιδική τους ἡλικία, ὁπότε μιλοῦμε γιὰ μία πολύτεκνη οἰκογένεια μὲ 6 παιδιά.

Τὸ Αἰτωλικὸ εἶναι ἕνα κεφαλοχῶρι χτισμένο σὲ μία νησίδα στὸ στενότερο σημεῖο καταμεσῆς τῆς λιμνοθάλασσας τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο τὴν χωρίζει στὰ δύο καὶ τὸ βόρειο τμῆμά της λέγεται λιμνοθάλασσα τοῦ Αἰτωλικοῦ.  ῾Ο παπποῦς μου Διονύσιος Μπιλάλης στὸ κύριο βιοποριστικό του ἐπάγγελμα ἦταν ψαρᾶς, ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι κάτοικοι τοῦ νησιοῦ τότε. Καὶ εἶναι πασίγνωστη ἡ παροιμία ποὺ λέει ὅτι «τοῦ κυνηγοῦ καὶ τοῦ ψαρᾶ τὸ πιάτο / δέκα φορὲς εἶν᾿ ἀδειανό, καὶ μιὰ φορὰ γεμᾶτο»! 

Μία φορὰ στὶς 10 εἶναι βέβαια πάρα πολὺ λίγο, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἐπιβιώσῃ μία οἰκογένεια μὲ 6 παιδιά, μὲ δύο γονεῖς, κι ἂν ὑπολογίσουμε καὶ κάποιον παπποῦ καὶ κάποια γιαγιά, ἔχουμε ἀμέσως ἀμέσως συνολικὰ 10 ψυχές.  Γι᾿ αὐτὸ ὁ παπποῦς μου συχνὰ δούλευε σὲ διάφορες προσωρινὲς ἐργασίες, ἀγροτικὲς καὶ οἰκοδομικὲς καὶ ἄλλες χειρωνακτικές, γιὰ νὰ ζήσῃ τὴν οἰκογένειά του.  Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ πρῶτό του παιδί, ὁ Νῖκος (ὁ πατέρας μου), ἄρχισε νὰ δουλεύῃ σκληρὰ γιὰ βιοποριστικοὺς λόγους ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία, πρὶν συμπληρώσῃ καλὰ καλὰ τὰ 12 χρόνια του.

Λόγῳ τῶν τότε οἰκονομικῶν καὶ κοινωνικῶν συνθηκῶν ὁ πατέρας μου τελείωσε μόνον τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς ἐποχῆς στὸ Αἰτωλικό, παρ᾿ ὅτι εἶχε τὴν εὐφυΐα, ὅπως διεπίστωσα ἀργότερα, νὰ προχωρήσῃ καὶ παραπέρα, καθὼς τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὴν ἀριθμητικὴ καὶ γενικὰ «ἔπαιρνε ἀπὸ γράμματα».  ᾿Αλλὰ ὁ τόπος, ὁ χρόνος καὶ οἱ λοιπὲς συνθῆκες δὲν εὐνοοῦσαν τότε τὰ φτωχόπαιδα τοῦ Αἰτωλικοῦ γιὰ κάτι καλλίτερο στὴν ζωή τους.  Προτεραιότητα ἦταν νὰ ἐργάζεται, γιὰ νὰ ἐνισχύῃ τὸ ἰσχνότατο εἰσόδημα τῆς πολυμελοῦς πατρικῆς οἰκογένειας.

῾Ο πατέρας μου δούλεψε στὴν ζωή του σὲ πολλὲς καὶ διάφορες ἐργασίες· ἀχθοφόρος, ἐλαιοχρωματιστής, βοηθὸς κινητοῦ κινηματογράφου τῆς ἐποχῆς 1960-1970, βοηθὸς ὑδραυλικοῦ, βοηθὸς κτίστης, ὑπάλληλος ζαχαροπλαστείου, ἐργάτης σὲ διάφορα ἐργοστάσια, φορτοεκφορτωτὴς σὲ πρακτορεῖα μεταφορῶν, συνοδηγὸς σὲ μεγάλα φορτηγά, κλπ..  Τὸ χέρι του «ἔπιανε» σὲ πολλὲς δουλειές, ὁπότε μέσα στὸ σπίτι βασικὲς ὑδραυλικές, ἡλεκτρολογικὲς καὶ ἄλλες ἐργασίες, βαφὲς τοίχων καὶ ἐπισκευὲς τὶς ἔκανε ὁ ἴδιος μόνος του.

Γύρω στὰ 20 του χρόνια γνώρισε τὴν μητέρα μου Βούλα, ἀπὸ ἕνα ἄλλο χωριὸ τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, ἐρωτεύτηκαν, σύντομα τέλεσαν τὸν γάμο τους, καὶ περίπου ἑνάμιση χρόνο μετὰ γεννήθηκα ἐγώ, πρωτότοκος τοῦ πατέρα μου καὶ πρῶτος ἐγγονὸς τοῦ παπποῦ μου Διονυσίου, τοῦ ὁποίου φέρω καὶ τὸ ὄνομα.  Σχεδὸν μία δεκαετία μετὰ γεννήθηκε καὶ ὁ ἀδελφός μου Ἄγγελος.

Τὰ πρῶτα χρόνια, μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 5 ἐτῶν μου περίπου, μέναμε στὸ Αἰτωλικό, ἀλλὰ μετά, ἀπὸ τὴν μεγάλη φτώχεια καὶ τὴν ἔλλειψι σταθερῆς ἐργασίας, ὁ πατέρας μου ἀποφάσισε νὰ μετακομίσουμε στὴν Πάτρα, ὅπου μείναμε γιὰ κανὰ δυὸ χρόνια, ὕστερα στὴν ᾿Αθήνα γιὰ ἄλλη μία διετία περίπου, καὶ τέλος ἐπιστρέψαμε στὴν Πάτρα, ὅπου βρῆκε μόνιμη ἐργασία σὲ πρακτορεῖο μεταφορῶν μὲ φορτηγὰ ποὺ ταξίδευαν καὶ μετέφεραν ποικίλα προϊόντα κυρίως στὴν Δυτικὴ ῾Ελλάδα, ὁπότε ἐγκατασταθήκαμε μονίμως στὴν Πάτρα. 

᾿Εκεῖ ἐγὼ καὶ ὁ ἀδελφός μου ὡλοκληρώσαμε τὸ δημοτικό, τὸ γυμνάσιο καὶ τὸ λύκειο, σὲ διαφορετικὰ σχολεῖα λόγῳ τῆς μεταξύ μας μεγάλης διαφορᾶς ἡλικίας.  Σ᾿ αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα νοικιάζαμε οἰκογενειακῶς διάφορα σπίτια καὶ μετακομίζαμε κάθε λίγα χρόνια σὲ διάφορες γειτονιὲς τῶν Πατρῶν, κυρίως κοντὰ στὸ Πυροσβεστεῖο, στὴν ῾Αγία Σοφία, στὸν ῞Αγιο ᾿Αλέξιο καὶ στὸν ῞Αγιο Διονύσιο.

῾Ο πατέρας μου ἦταν προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ μεγάλη καὶ ἀσυνήθιστη σωματικὴ ῥώμη, τὴν ὁποία ἴσως εἶχε ἀναπτύξει ἀπὸ τὴν σκληρὴ ἐργασία κατὰ τὰ παιδικά του χρόνια.  Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἔκανε καὶ τὴν δουλειὰ κυρίως τοῦ ἀχθοφόρου-χαμάλη σὲ ὅλη του τὴν ζωή.  Σήκωνε μεγάλα βάρη, εἶχε δυνατὰ χέρια, μποροῦσε νὰ φορτώσῃ ἢ νὰ ξεφορτώσῃ ὁλόκληρο τριαξονικὸ φορτηγὸ σχεδὸν μόνος του· ἕνα ἕνα τὰ τσουβάλια καὶ τὰ δέματα (μέχρι καὶ ὁλόκληρο πλυντήριο μία φορὰ) ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρότσας μέχρι τὴν πόρτα, ὕστερα τὰ φορτωνόταν στὴν πλάτη καὶ τὰ μετέφερε μέχρι καὶ δύο ὀρόφους ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὶς σκάλες! 

Κάποτε, ὅταν ἤμουν ἀκόμη μικρὸ παιδί, ὁ πατέρας μου μπροστά μου ἔσπασε μὲ ἕνα χτύπημα τοῦ γυμνοῦ χεριοῦ του (μὲ τὴν παλάμη κάθετα) ἕνα γερὸ τοῦβλο – δὲν θυμᾶμαι ἂν ἦταν ἑξάοπο ἢ ἐννιάοπο.  Καὶ μετὰ μὲ παρώτρυνε νὰ κάμω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο, διότι θεωροῦσε «αὐτονόητο» ὅτι ἔπρεπε νὰ γίνω δυνατὸς σὰν κι αὐτόν.  Φυσικὰ οὔτε ποὺ διανοήθηκα ποτὲ νὰ δοκιμάσω κάτι τέτοιο!  Πάντως ἐὰν δὲν εἶχα ὁλοζώντανο μπροστά μου τὸ παράδειγμα τοῦ πατέρα μου, δὲν θὰ πίστευα εὔκολα ὅτι ὑπῆρχαν ἄτομα σὰν τὸν Παναγῆ Κουταλιανό, τὸν ᾿Αρμάο, τὸν Σαμψὼν καὶ ἄλλους χειροδύναμους ἀνθρώπους.

῞Οταν ἤμουν στὶς τελευταῖες τάξεις τοῦ δημοτικοῦ καὶ στὸ γυμνάσιο, μὲ ἔπαιρνε κάποιες φορὲς μαζί του (ἰδίως τὴν καλοκαιρινὴ περίοδο) στὰ ταξίδια ποὺ ἔκανε ὡς συνοδηγὸς-ἐργάτης μὲ τὰ φορτηγά, γιὰ νὰ τὸν βοηθάω λίγο, ὥστε νὰ μὴν ἀνεβοκατεβαίνῃ μόνος του καὶ στὴν καρότσα τοῦ φορτηγοῦ καὶ νὰ κουβαλᾷ μετὰ στὴν πλάτη τὰ πράγματα μέχρι μέσα στὸ μαγαζί.  ᾿Αργότερα ἔπαιρνε μαζί του τὸν ἀδερφό μου, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη πολὺ ἱκανώτερος ἀπὸ ἐμένα καὶ πιὸ δυνατὸς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐργασία.  Πάντως ἀκόμη θυμᾶμαι νὰ ξυπνάω ἄγρια χαράματα, 3 ἢ 4 ἢ 5 τὰ ξημερώματα, καὶ νὰ τραβάω τσουβάλια μὲ ἀλεῦρι καὶ διάφορες κοῦτες (μεγάλα χαρτοκιβώτια γεμᾶτα πράγματα).  Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐξουθένωσι ἔχω κάμει κάτι ὕπνους ἀποκοιμισμένος πάνω σὲ μεγάλη χοντρὴ σανίδα (μαδέρι) στὴν καρότσα τοῦ φορτηγοῦ ἐν κινήσει, σὰν νὰ ἤμουν σὲ ξενοδοχεῖο πολυτελείας!

Κάποτε, σὲ ἕνα τέτοιο ἐπαγγελματικὸ ταξίδι μὲ τὸ φορτηγό, στὴν Ἄρτα ἕνα αὐτοκίνητο ΙΧ εἶχε παρκάρει στὴν γωνία τοῦ δρόμου, κλείνοντας τὸ στενὸ δρομάκι, ὁπότε τὸ φορτηγὸ δὲν μποροῦσε νὰ περάσῃ.  ᾿Αμέσως 3-4 ἄνδρες ἦρθαν νὰ βοηθήσουν προσπαθῶντας νὰ μετακινήσουν τὸ ὄχημα, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ καταφέρουν. ῾Ο πατέρας μου, ὁ ὁποῖος δὲν ὡδηγοῦσε ποτέ (οὔτε εἶχε δίπλωμα ὁδηγήσεως), ἀλλὰ ἦταν πάντοτε συνοδηγός, κατεβαίνει ἀπὸ τὸ φορτηγό, πηγαίνει μόνος του στὴν ἄλλη γωνία τοῦ αὐτοκινήτου, τὸ σηκώνει ἀπὸ τὴν ῥόδα μόνος του περίπου 20 πόντους ἀπὸ τὸ ἔδαφος, τὸ ἀνεβάζει πάνω στὸ πεζοδρόμιο, τὸ ἴδιο μπόρεσαν τότε καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ ἁμαξιοῦ, κι ἔτσι ἐλευθερώθηκε ὁ δρόμος καὶ πέρασε τὸ φορτηγό.

᾿Επίσης πολλὲς φορὲς εἶχα δεῖ τὸν πατέρα μου σ᾿ ἕναν συγκεκριμένο φοῦρνο στὴν Ἤπειρο νὰ φορτώνεται στὴν πλάτη ἕνα ἕνα τὰ σακκιὰ 50 ἢ 60 κιλῶν ἀλεῦρι καὶ νὰ ἀνεβαίνῃ μὲ τὶς σκάλες στὸν ἐπάνω ὄροφο τοῦ μαγαζιοῦ καὶ νὰ τὰ ἀφήνῃ ἐκεῖ.  Εἶχε καὶ ἕνα μακρὺ σίδερο μὲ γυρισμένη τὴν ἄκρη σὰν γάντζο, ὥστε νὰ σέρνῃ τὰ σακκιὰ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρότσας μέχρι τὴν πόρτα, γιὰ νὰ μὴν ἀναγκάζεται νὰ ἀνεβοκατεβαίνῃ καὶ στὸ φορτηγό.  Διότι ὁ ὁδηγὸς τοῦ φορτηγοῦ μόνον ὡδηγοῦσε (ὅλη νύχτα τὶς περισσότερες φορὲς) καὶ δὲν βοηθοῦσε ποτὲ στὸ κουβάλημα.  Καὶ τὰ σακκιὰ ἀλεῦρι μπορεῖ νὰ ἦσαν καὶ 10 καὶ 15 καὶ 20.  Καὶ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ φούρνου πλήρωνε ἔξτρα καὶ ἀκριβὰ τὸ κάθε σακκί, γιὰ νὰ τὸ κουβαλᾷ ὁ πατέρας μου μέχρι τὸν ἐπάνω ὅροφο τοῦ μαγαζιοῦ του.

Γενικῶς ὁ Νικόλαος Μπιλάλης ἦταν πολὺ ἐργατικὸς καὶ πολὺ ἀνθεκτικὸς στὴν σκληρὴ δουλειά.  Συχνὰ ἔκανε καὶ δεύτερη ἔκτακτη ἐργασία τὰ Σάββατα εἴτε μὲ ἄλλα φορτηγά εἴτε ἀναλαμβάνοντας τὸ βάψιμο κάποιου διαμερίσματος ἢ μαγαζιοῦ ἢ μὲ ἄλλες παρόμοιες χειρωνακτικὲς ἐργασίες.  Φρόντιζε, ὅσο μποροῦσε, νὰ ἐξασφαλίζῃ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ γιὰ τὸ σχολεῖο τῶν παιδιῶν του.

῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅτι πέρασε ὅλη τὴν ζωή του πολὺ φτωχός, «μεροδοῦλι-μεροφάι», βασανισμένος, ταλαιπωρημένος καὶ χωρὶς πολλὲς χαρὲς στὴν ζωή του· ἄνθρωπος τῆς ἐργατιᾶς, τοῦ μόχθου, τοῦ μεροκάματου καὶ τῆς φτωχολογιᾶς.  Μάλιστα ἦταν καὶ ἐντελῶς ἀνασφάλιστος τὰ περισσότερα χρόνια ἐργασίας του, δηλαδὴ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκά του καὶ τὰ παιδιά του ζήσαμε χωρὶς καμμία στοιχειώδη ἀσφαλιστικὴ κάλυψι κοντὰ στὰ 30 χρόνια· καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ σοβαρὸ λάθος ὁ πατέρας μου δὲν ἦταν ὁ μοναδικὸς ὑπεύθυνος.  Εὐτυχῶς ὁ Θεὸς τὶς περισσότερες φορὲς μᾶς λυπόταν καὶ μᾶς προστάτευε ἀπὸ τὰ χειρότερα.  ᾿Αλλὰ ὅταν πλέον δὲν μποροῦσε νὰ δουλεύῃ ἄλλο, βρέθηκε χωρὶς σύνταξι.

Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του εἶχε ἀρρωστήσει σοβαρώτατα καὶ γενικῶς εἶχε μεγάλα προβλήματα ὑγείας (καρδιά, πίεσι, διαβήτη, πνευμονολογικά, ἧπαρ, νεφρά), μὲ ποσοστὸ ἀναπηρίας ἄνω τοῦ 70%.  Καὶ ἀφοῦ δὲν εἶχε σύνταξι, ζοῦσε μὲ τὰ ἀναπηρικὰ ἐπιδόματα.  ᾿Αλλὰ μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ ἀδερφοῦ μου τὸ 2017, ὁ πατέρας μου οὐσιαστικὰ κατέρρευσε καὶ ἄφησε τὸν ἑαυτό του ἀπροστάτευτο.  Καὶ καθὼς εἶχε ἀποτραβηχτῆ ἀπὸ χρόνια στὸ Αἰτωλικό, σὲ ἕνα σπιτοκάλυβο ἐντελῶς ἀκατάλληλο γιὰ τὴν περίπτωσί του, τὸ ὁποῖο ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ ἐγκαταλείψῃ, ἡ κατάστασί του ἐπιδεινώθηκε πάρα πολύ.

᾿Απὸ τὶς ἀρχὲς μαρτίου (2023) νοσηλευόταν στὸ Γενικὸ Νοσοκομεῖο Χατζηκώστα τοῦ Μεσολογγίου πρῶτα, στὸ Πανεπιστημιακὸ Νοσοκομεῖο τῶν Πατρῶν ὕστερα, καὶ ἀπὸ τὶς 11 μαρτίου μέχρι τὸν θάνατό του στὴν μονάδα ἐντατικῆς θεραπείας τοῦ Πανεπιστημιακοῦ Γενικοῦ Νοσοκομεῖου ᾿Ιωαννίνων.  Στὶς 10 μαρτίου ἔπαθε ἀνακοπὴ καρδιᾶς, ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ γιατροὶ τὸν ἐπανέφεραν μέν, ἀλλὰ παρέμεινε ἔκτοτε σὲ κῶμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν συνῆλθε ποτέ. ᾿Απεβίωσε στὶς 25/5/2023 πρωινὲς ὧρες.  Πῆγε νὰ συναντήσῃ τὸν γιό του καὶ ἀδερφό μου Ἄγγελο, γιὰ νὰ εἶναι καὶ πάλι μαζί.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλω νὰ εὐχαριστήσω ὁλόκαρδα τοὺς γιατροὺς καὶ τὸ νοσηλευτικὸ προσωπικὸ τῶν νοσοκομείων καὶ ἰδίως τοῦ Πανεπιστημιακοῦ Νοσοκομείου ᾿Ιωαννίνων, ποὺ περιέθαλψαν τὸν πατέρα μου, τὸν φρόντισαν, τὸν πρόσεξαν, καὶ κατέβαλαν γενικῶς κάθε δυνατὴ προσπάθεια γιὰ τὴν θεραπεία του καὶ τὴν βελτίωσι τῆς καταστάσεώς του.  Τοὺς εὐχαριστῶ ἐπίσης γιὰ τὴν ὁλοπρόθυμη, ἀναλυτικὴ καὶ καθημερινὴ ἐνημέρωσι ποὺ μοῦ παρεῖχαν, γιὰ τὴν ὑπομονή τους καὶ γιὰ τὶς ἀπαντήσεις τους στὶς πολλαπλὲς ἀπορίες μου.  Νὰ ἔχουν πάντοτε ὑγεία καὶ δύναμι στὸ σπουδαῖο καὶ ἀνεκτίμητο ἔργο τους, καὶ ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἀνταμείψῃ γιὰ τὴν προσφορά τους, τὴν ἀνθρωπιά τους καὶ γιὰ κάθε καλὸ ποὺ κάνουν.

Θέλω ἐπίσης νὰ εὐχαριστήσω θερμὰ ὅλους τοὺς συγγενεῖς, φίλους, συντοπῖτες καὶ γνωστοὺς ποὺ μᾶς συμπαραστάθηκαν σ᾿ αὐτὲς τὶς δύσκολες ὧρες, ποὺ τίμησαν τὴν μνήμη τοῦ πατέρα μου, ποὺ συμπροσευχήθηκαν μαζί μας εἴτε εὑρισκόμενοι στὸν ναὸ εἴτε νοερῶς.  Νὰ ἔχετε ὑγεία καὶ κάθε εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό.

Τέλος παρακαλῶ τοὺς φίλους καὶ τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ παρόντος κειμένου, ὅσοι τυχὸν μπορεῖτε, νὰ πῆτε καὶ στὴν προσευχή σας·

Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου Νικολάου· ἀμήν.

 

 

Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης

Βυζαντινο-μουσικολόγος, Τυπικολόγος

διδάσκων καθηγητὴς στὸ Ε.Π. Κύπρου

δρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.

διπλωματοῦχος ἑλλ. μουσικῆς Ω.Ρ.Μ.

πτυχιοῦχος Κοινωνικῆς Θεολογίας

 

Περὶ τοῦ καθίσματος «Τὸν βυθὸν τῆς ἁλείας»

  Περὶ τοῦ καθίσματος « Τὸν βυθὸν τῆς ἁλείας » ἠρωτήθην διαδικτυακῶς μόλις χθὲς 22/4/2024 περὶ ὥραν 5.40 μ . μ . · ἐπειδὴ ὅμω...