ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΝ
ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Διονυσίου Ἀνατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς
σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς
θεολογίας
symbole@mail.com
῞Ενα νησάκι
καταμεσῆς στὴν λιμνοθάλασσα τοῦ Μεσολογγίου καὶ ἕνας γραφικὸς οἰκισμὸς
κτισμένος πάνω του εἶναι ἡ κωμόπολι ποὺ σήμερα ἐπισήμως ὀνομάζεται Αἰτωλικό,
καὶ μαζὶ μὲ τὶς γύρω κοινότητες ἀποτελoῦσε ἀπὸ παλιὰ ὁμώνυμο δῆμο μέχρι τὸ 2010, ὁπότε μὲ νόμο
τοῦ κράτους (σχέδιο «Καλλικράτης») ὁ δῆμος Αἰτωλικοῦ καταργήθηκε καὶ ἐντάχθηκε
στὸν δῆμο τῆς ῾Ιερᾶς Πόλεως Μεσολογγίου.
῾Η περιοχὴ τοῦ Αἰτωλικοῦ ἀνέκαθεν
ἦταν γνωστὴ γιὰ τὴν ἁλιεία της καὶ τὸ αὐγοτάραχο, γιὰ τὶς χωρὶς καρίνα βάρκες
της (διότι τὰ νερὰ τῆς λιμνοθάλασσας εἶναι ἀβαθῆ) καὶ γιὰ τὰ δύο πέτρινα
γεφύρια της μὲ τὶς χαρακτηριστικὲς καμάρες, λόγῳ τῶν ὁποίων τὸ Αἰτωλικὸ
ὠνομαζόταν παλαιότερα «ἡ μικρὴ Βενετία».
Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ
ἐπίσημη καὶ καθιερωμένη ὀνομασία του Αἰτωλικὸ δὲν εἶναι ἡ ἀρχική του οὔτε εἶναι
καὶ τόσο σωστή! Τὸ κανονικό του ὄνομα
εἶναι «᾿Ανατολικὸ» ἢ «᾿Αντελικό», καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπανέλθῃ καὶ στὰ ἐπίσημα ἔγγραφα.
Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶχα γράψει καὶ παλαιότερα στὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ
«Συμβολή» (τεῦχος 5, ἀπρίλιος-ἰούνιος 2004), ἀλλὰ 20 χρόνια μετὰ δὲν φαίνεται
νὰ ἔχῃ ἀλλάξει κάτι πρὸς τὸ ὀρθότερο.
Τὸ «᾿Ανατολικὸ» ἔχει πιθανώτατα ἱστορία παλαιότερη ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι. Τὸ ἀναφέρει γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1153 ὁ
περιηγητὴς Βενιαμὶν ὁ ἐκ Τουδέλας, ᾿Ιουδαῖος ῥαββῖνος ἀπὸ τὴν ῾Ισπανία, ὀνομάζοντάς το «Νατολικόν» (τὸ Μεσολόγγι ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ μόλις τὸ 1571). Κατόπιν ὁ Νταροὺ στὴν «῾Ιστορία τῆς Βενετίας» ἀναφέρει
ὅτι τὸ 1204 παραχωρήθηκε στοὺς Βενετοὺς σταυροφόρους. Σὲ κείμενο τοῦ 1573 ἀναφέρεται ὡς «᾿Ανατολικόν»,
ἐνῷ δύο Εὐρωπαῖοι συγγραφεῖς τὸ 1674 τὸ λέγουν Natalingo (= Νατάλινγκο)
προφανῶς παραφράζοντας τὸ ὄνομα «᾿Αντελικό», ὀνομασία ποὺ τὴν λὲν μέχρι καὶ σήμερα οἱ
κάτοικοί του.
Γιὰ τὸ λιμάνι τοῦ «᾿Ανατολικοῦ» μιλάει ὁ ἐν Μεσολογγίῳ Βενετὸς πρόξενος Λάππο σὲ ἔκθεσί του μὲ ἡμερομηνία 12 νοεμβρίου 1764. ᾿Απὸ τὶς περιοδεῖες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὰ μέρη αὐτὰ (1η περιοδεία τὸ 1759)
μέχρι καὶ τὰ
ἀπομνημονεύματα τῶν μαχητῶν τοῦ 1821 καὶ τὰ ἄλλα σχετικὰ ἱστορικὰ κείμενα παντοῦ ἀναφέρεται ὡς «᾿Ανατολικόν».
Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ Μεσολογγίτης Σπυρίδων Τρικούπης (1788-1873, πρῶτος πρωθυπουργὸς τῆς ἐλευθέρας ῾Ελλάδος ἐπὶ Καποδιστρίου) στὴν «῾Ιστορία τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως» (ἐν
Λονδίνῳ, 1860)· «...διεβιβάσθησαν διὰ τῆς λίμνης ἀντικρὺ τοῦ ᾿Ανατολικοῦ» (κεφάλαιον ιζ΄, τόμος α΄, σελ. 260)· καὶ ἀλλοῦ· «...διότι ἐπὶ τῆς συστάσεως αὐτῆς (= τῆς πόλεως) τὸ ᾿Ανατολικὸν ἐπρώτευεν» (κεφάλαιον μ΄, τόμος β΄, σελ. 341, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ
κεφάλαιο).
῾Η σήμερα λεγομένη
λιμνοθάλασσα τοῦ Μεσολογγίου ἦταν γνωστὴ ἀρχικῶς μόνον ὡς λιμνοθάλασσα τοῦ «᾿Ανατολικοῦ»· σήμερα ἡ μισὴ ὀνομάζεται λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου καὶ ἡ ἄλλη μισὴ (ἀπὸ τὴν νησίδα καὶ πρὸς βορρᾶν) λιμνοθάλασα Αἰτωλικοῦ. ῾Ο συγγραφεὺς καὶ νομάρχης Κωνσταντῖνος
Στασινόπουλος (περίπου 1863-1950) σὲ ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον σχετικὸ ἄρθρο του στὴν
ἐγκυκλοπαίδεια «᾿Ελευθερουδάκη» (ἀπὸ τὶς ἐγκυρότερες καὶ ἀξεπέραστες παλαιὲς ἑλληνικὲς ἐγκυκλοπαίδειες) συμπεραίνει· «᾿Ελέγετο ᾿Ανατολικὸν ὡς κείμενον ἀνατολικῶς τοῦ ᾿Αχελῴου,
οἱ δὲ μεταγενέστεροι κακοζήλως καὶ ἀνοήτως τὸ μετεβάπτισαν εἰς Αἰτωλικόν».
Εἶναι ἀναντίρρητο λοιπὸν ἀπὸ ὅλες τὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες ὅτι τὸ σωστὸ ὄνομα τῆς πολίχνης εἶναι «᾿Ανατολικόν».
῍Ας ἔλθουμε τώρα
καὶ στὴν φιλολογικὴ πλευρὰ τοῦ θέματος. Τὸ
ὄνομα «᾿Ανατολικὸν» εἶναι οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ «ἀνατολή». ῾Ο κάτοικος λέγεται «᾿Ανατολικιώτης».
μετὰ τὴν «μεταβάπτισι» τῆς κωμοπόλεως ἔχουμε τοὺς τύπους Αἰτωλικὸν καὶ Αἰτωλικιώτης, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὶς λέξεις Αἰτωλία καὶ Αἰτωλός. ῞Ομως ὅλοι οἱ Αἰτωλοακαρνᾶνες στὴν καθημερινή
τους ὁμιλία μὲ τὴν γνωστὴ βαριὰ ἰδιωματικὴ προφορά τους δὲν λένε «᾿Ανατολικὸ» ἀλλὰ «᾿Αντελικὸ» καὶ «᾿Αντλικό». Οἱ τύποι αὐτοὶ παρουσιάζουν ἰδιαίτερο γλωσσικὸ ἐνδιαφέρον καὶ
δὲν εἶναι ἀκριβῶς λέξεις ἀλλοιωμένες ἀπὸ τὴν ἀγραμματωσύνη καὶ τὴν χωριάτικη
προφορὰ τῶν κατοίκων, ὅπως ἐπιπολαίως νομίζουν πολλοὶ καὶ ὅπως ἴσως νὰ νόμιζαν
καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἄλλαξαν τὸ ὄνομα τῆς περιοχῆς.
῾Η λέξι «ἀνατολὴ» στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ποιητικὰ
κείμενα ἔχει καὶ δεύτερους τύπους, «ἀντολὴ»
καὶ «ἀντολίη» (῞Ομηρος, μ 4 «ἀντολαί»· Αἰσχύλος, Προμ. 457 «ἀντολάς»). Συνήθως οἱ ποιητικὲς λέξεις τῆς ἀρχαίας
ἑλληνικῆς δὲν εἶναι καθόλου «φτιαχτὲς» ἀπὸ τοὺς ποιητές, ὅπως συνηθίζεται
σήμερα· εἶναι λέξεις πάρα πολὺ ἀρχαῖες, προϊστορικὲς θὰ λέγαμε, ποὺ λέγονταν
σὰν κοινὲς λέξεις πρὶν ἀπὸ τὴν διαμόρφωσι τῆς ἀττικῆς καὶ τῶν λοιπῶν διαλέκτων
τῶν κλασσικῶν χρόνων, γι᾿ αὐτὸ καὶ συναντῶνται κυρίως στὰ ἀρχαιότερα κείμενα.
῞Οταν μὲ τὴν ἐξέλιξι τῆς γλώσσας αὐτὲς οἱ λέξεις ἀπαρχαιώνονταν,
τότε τὶς χρησιμοποιοῦσαν οἱ συγγραφεῖς καὶ κυρίως οἱ ποιητές, γιὰ νὰ προσδώσουν
στὰ κείμενά τους αἴγλη ἐπιβλητικότητα καὶ ἱεροπρέπεια, τεχνικὴ ποὺ συνηθίζεται
σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς ἀπὸ πολλοὺς λογοτέχνες σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Στὸν ῞Ομηρο ἡ πρόθεσι «ἀνὰ» συναντᾶται καὶ ὡς «ἀν»,
γι᾿ αὐτὸ ἡ λέξι «ἀντολὴ» δὲν εἶναι συνεπτυγμένος τύπος τοῦ «ἀνατολή», ὅπως ἐσφαλμένως ἀναφέρει τὸ λεξικὸ τοῦ Σταματάκου.
᾿Απὸ τὴν ἀρχαιότατη λοιπὸν λέξι «ἀντολὴ» παράγεται θεωρητικῶς τὸ ἐπίθετο «ἀντολικὸς»
(= ἀνατολικὸς) καὶ ἀπὸ τὸ οὐδέτερο «ἀντολικὸ» τὸ «᾿Αντελικὸ» μὲ ἁπλὴ μεταβολὴ τοῦ ἄτονου ο σὲ ε λόγῳ τῆς γειτνιάσεως μὲ τὸ ὑγρὸ σύμφωνο λ.
Τέτοιες ἐναλλαγὲς τῶν ε καὶ ο εἶναι συχνὲς καὶ στὴν ἀρχαία καὶ στὴν νέα ἑλληνική· συνήθως στὴν ἀρχαία τὸ ε μεταβάλλεται σὲ ο· «νέμω-νομή»,
«ἀμείβω-ἀμοιβή»,
«λείπω-λέλοιπα», «λέγω-λόγος», «βρέχω-βροχή». Στὴν νέα ἑλληνικὴ παρατηρεῖται τὸ
ἀντίστροφο φαινόμενο κυρίως σὲ ἀρχαῖες λέξεις ποὺ ἐπιβιώνουν στὸν σύγχρονο
λόγο· «κρόμμυον-κρεμμύδι», «ἄροτρον-ἀλέτρι»,
«ἀντολὴ-᾿Αντελικό». Παρατηρητέον ὅτι σὲ ὅλα τὰ παραπάνω παραδείγματα τὸ
μεταβαλλόμενο φωνῆεν γειτνιάζει μὲ σύμφωνο ὑγρὸ (λ, ρ) ἢ ἔρρινο (μ, ν).
Μὲ μία ἐπιπλέον
συγκοπή, γλωσσικὸ φαινόμενο τῆς νεοελληνικῆς ἀρκετὰ διαδεδομένο σὲ ὅλη σχεδὸν
τὴν ἠπειρωτικὴ ῾Ελλάδα ἀπὸ τὴν Αἰτωλοακαρνανία μέχρι τὸν ῞Εβρο, τὸ τετρασύλλαβο
«᾿Αντελικὸ» γίνεται τρισύλλαβο «᾿Αντλικό». Μέχρι σήμερα χρησιμοποιοῦνται ταυτόχρονα καὶ
οἱ δύο τύποι «᾿Αντελικὸ» καὶ «᾿Αντλικό». ῾Ο συγκεκομμένος τρισύλλαβος τύπος βοηθάει κυρίως στὸ ὄνομα τοῦ κατοίκου ποὺ ἀπὸ πεντασύλλαβο «᾿Αντελικιώτης» γίνεται τετρασύλλαβο «᾿Αντλικιώτης», πρᾶγμα ποὺ διευκολύνει πολὺ στὸ νὰ εἶναι συντομώτερος ὁ προφορικὸς λόγος.
Εἶναι πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστο
πῶς στὴν αἰτωλοακαρνανικὴ γῆ ἐπιβίωσε ἕνας ἀρχαιότατος γλωσσικὸς τύπος 35
αἰώνων, χωρὶς νὰ ἔχουν ἐπισημάνει μέχρι τώρα τὸ φαινόμενο κάποιοι φιλόλογοι καὶ
γλωσσολόγοι, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ καμμία μέριμνα ἀπὸ ὁποιονδήποτε φορέα γιὰ τὴν
διατήρησι αὐτῶν τῶν στοιχείων καὶ μὲ δεδομένη τὴν ἐξ ἀγνοίας ἀπόπειρα τοῦ
κράτους γιὰ ἀπεμπόλησι ἑνὸς γλωσσικοῦ θησαυροῦ!
Φαίνεται καὶ ἀπὸ ἐδῶ ὅτι τὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶναι
ἰσχυρότατο καὶ πολὺ ὀρθότερο ἀπὸ τὶς δοκησισοφίες κάποιων «ὑπευθύνων», ποὺ μερικὲς
φορὲς δὲν ξέρουν νὰ ξεχωρίσουν ποιά εἶναι τὰ φύκια καὶ ποιές οἱ μεταξωτὲς
κορδέλλες.
Σύμφωνα μὲ
πληροφορία τῆς ἐγκυκλοπαίδειας Δρανδάκη κάποιοι ἡμιμαθεῖς καθαρευουσιάνοι
γλωσσοδιορθωτὲς τοῦ 19ου αἰῶνος ἀκούγοντας ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοὺς τύπους «᾿Αντ(ε)λικὸ» καὶ «᾿Αντλικιώτης» καὶ ἀντιμετωπίζοντάς τους μὲ τὸ ἀντεπιστημονικὸ σνομπάρισμα τῆς ἀστικῆς νοοτροπίας τοὺς «διώρθωσαν» σὲ Αἰτωλικὸ καὶ Αἰτωλικιώτης.
Εἶναι ὁλοφάνερο ὅμως ποιός πραγματικὰ ξέρει νὰ μιλάῃ καλὰ ἑλληνικὰ καὶ ποιός εἶναι ὁ βάρβαρος.
Στὸ τοπικὸ ἰδίωμα
τῆς Αἰτωλοακαρνανίας, καὶ κυρίως σ᾿ αὐτὸ ποὺ μιλάει ὁ ἀγρότης, ὁ βοσκὸς καὶ ὁ ψαρᾶς, ὑπάρχουν καὶ ἄλλες λέξεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν λεξιλογικὸ πλοῦτο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξι «σαϊλὸς» (=
τρελὸς) ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξι «σαλός»,
ἢ τὸ ῥῆμα «ἀφήνω» ποὺ σχηματίζει τὸν
ἀόριστό του «ἄφκα», «ἄφκες» ἢ «ἄφκις», «ἄφκε» ἢ «ἄφκι» καὶ λοιπά, κατὰ συμφυρμὸ τοῦ ἀρχαίου
ἀορίστου «ἀφῆκα», «ἀφῆκας» (μεταγενέστερο «ἀφῆκες»), «ἀφῆκε» μὲ τὸν νεώτερο «ἄφησα»,
«ἄφησες», «ἄφησε».
᾿Επίσης ἡ μετοχὴ «παρμένος», ποὺ λέγεται γιὰ τὸν ἀνήμπορο νὰ κάμῃ κάτι· δηλαδὴ ἂν
ἕνα παιδὶ δὲν μπορέσῃ νὰ κρατήσῃ τὸ ποτῆρί του καὶ τοῦ πέσῃ ἀπὸ τὰ χέρια, ἡ
μάννα του θὰ τὸ μαλώσῃ λέγοντας· «Παρμένα
εἶναι τὰ χέρια σου;». ῍Η πάλι ἂν κάποιος
στραβοπατήσῃ ἀδικαιολόγητα ἢ χάσῃ κάτι «μέσα ἀπὸ τὰ χέρια του», εἶναι πιθανὸν
νὰ ἀκούσῃ τὴν ἐπίπληξι· «Καλά, παρμένος
εἶσαι;». Αὐτὸ τὸ «παρμένος» δὲν ἔχει
καμμία σχέσι μὲ τὸ «παρμένος» τῶν ἄλλων ῾Ελλήνων, διότι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ
ῥῆμα «παίρνω», ἀλλὰ εἶναι αὐτούσια σχεδὸν ἡ ἀρχαία μετοχὴ «παρειμένος» τοῦ ῥήματος «παρίημι»
(= παραμελῶ, ἐγκαταλείπω, ἀφήνω νὰ πέσῃ κάτι· καὶ «παρίεμαι» = χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, ἐξαντλοῦμαι, παραλύω), σημαίνει δὲ
ἀνίκανος, ἀνήμπορος, παράλυτος, ἀνάπηρος.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος Αἰτωλοακαρνὰν ἀμέσως ἀντιλαμβάνεται τὴν φράσι «κράτησον τῆς ἀθλίας καὶ παρειμένης χειρός μου» (Μ. ῾Ωρολόγιον, Εὐχὴ εἰς τὸν φύλακα
ἄγγελον).
Αὐτὰ τὰ σημαντικὰ
γλωσσικὰ στοιχεῖα τοῦ τοπικοῦ ἰδιώματος πρέπει νὰ μελετηθοῦν, νὰ ἀναγνωριστοῦν
καὶ νὰ καταγραφοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐνθαρρυνθοῦν οἱ κάτοικοι νὰ συνεχίσουν νὰ τὰ
χρησιμοποιοῦν. Δὲν ἐννοῶ βεβαίως τὴν
ἰδιωματικὴ προφορὰ μὲ τὶς συγκοπτόμενες λέξεις, ἡ ὁποία οὕτως ἢ ἄλλως μὲ τὴν
γενικὴ παιδεία σιγὰ σιγὰ περιορίζεται, ἀλλὰ κυρίως ἐκεῖνα τὰ ἰδιαίτερα στοιχεῖα
τοῦ τοπικοῦ λεξιλογίου ποὺ εἶναι γλωσσολογικῶς μοναδικὰ καὶ πολύτιμα.
Γιὰ τὴν ὀρθὴ
ὀνομασία τῆς κωμοπόλεως τοῦ Αἰτωλικοῦ νομίζω ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν κάποιες
διορθωτικὲς ἐνέργειες. Δὲν εἰσηγοῦμαι φυσικὰ
τὴν μετονομασία τῆς συγκεκριμένης πολίχνης σὲ δημοτικὸ διαμέρισμα ᾿Ανατολικοῦ, διότι ἀντιλαμβάνομαι πὼς κάτι
τέτοιο δὲν θὰ γίνῃ εὔκολα δεκτὸ ἀπὸ τὴν πολιτεία, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἤδη
ὑπάρχουν καὶ ἄλλες περιοχὲς καὶ χωριὰ τὸ ὄνομα «᾿Ανατολικό», ἀπὸ
μία περιοχὴ στοὺς νομοὺς ᾿Ιωαννίνων, Πιερίας καὶ Χανίων, δύο στὸν νομὸ Κοζάνης, καὶ ἕνας ὁμώνυμος συνοικισμὸς στὴν Χαλάστρα Θεσσαλονίκης (πάντως τὸ
ἐμπόδιο τῆς ὁμωνυμίας εὔκολα ξεπερνιέται μὲ τὴν γλωσσικῶς ὀρθότερη ὀνομασία: διαμέρισμα
«᾿Αντολικοῦ» ἢ «᾿Αντελικοῦ»).
Εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ γίνουν ἀπὸ κάποιον ἁρμόδιο φορέα τὰ ἑξῆς· 1) νὰ ἐκδοθῇ εἰδικὸ
ἐνημερωτικὸ φυλλάδιο γιὰ τὴν ἱστορικῶς καὶ φιλολογικῶς ὀρθὴ ὀνομασία τοῦ τόπου·
2) νὰ ἐνημερωθοῦν ἡ ἀκαδημία ᾿Αθηνῶν, οἱ σχετικὲς ὑπηρεσίες τοῦ κράτους καὶ οἱ τουριστικοὶ ὀργανισμοί, ὥστε στὰ διάφορα λεξικὰ καὶ στὰ ἄλλα γεωγραφικὰ καὶ τουριστικὰ ἔντυπα νὰ ἀναγράφεται καὶ ἡ ὀρθὴ ὀνομασία
δίπλα στὴν νεώτερη· 3) νὰ δοθῇ ἡ ὀρθὴ ὀνομασία «᾿Ανατολικὸ» ἢ «᾿Αντελικὸ» ἂν ὄχι στὴν κωμόπολι, τοὐλάχιστον σὲ κάποια κεντρικὴ περιοχή της ἢ
συνοικία της, σὲ κάποια πλατεῖα ἢ πάρκο, ἢ καὶ σὲ κάποιον κεντρικὸ δρόμο. Γιὰ παράδειγμα ὁ νεώτερος συνοικισμὸς
ἐργατικῶν κατοικιῶν, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν νησίδα, μπορεῖ ἀπὸ «Αἰτωλικὸ 1»
νὰ μετονομαστῇ σὲ «᾿Ανατολικὸ 1».
«᾿Εκκλησιολόγος», φύλλο 874, Πάτραι 13/07/2024